Κανόνες Υποκεφαλαιοδότησης

Μια εταιρεία συνήθως χρηματοδοτείται ή κεφαλαιοποιείται μέσω χρέους και ιδίων κεφαλαίων. Υποκεφαλαιοδότηση ορίζεται η κατάσταση κατά την οποία το κεφάλαιο μιας εταιρείας αποτελείται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από δανειακά κεφάλαια σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια, γεγονός που συνήθως δημιουργεί προβλήματα στους πιστωτές και στις φορολογικές αρχές. Η υποκεφαλαιοδότηση αυξάνει τον κίνδυνο φερεγγυότητας της εταιρείας, καθώς την υποχρεώνει να αποπληρώνει μεγάλο μέρος του κεφαλαίου της με τη μορφή τόκων. Οι υποκεφαλαιοδοτημένες εταιρείες αναφέρονται μερικές φορές ως εταιρείες με υψηλή μόχλευση ή υψηλό δανεισμό.

Ο τρόπος με τον οποίο κεφαλαιοποιείται μια εταιρεία μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στο ύψος των κερδών που δηλώνει για φορολογικούς σκοπούς. Οι φορολογικοί κανόνες σχεδόν κάθε χώρας επιτρέπουν την έκπτωση των τόκων που καταβάλλονται ή οφείλονται κατά τον προσδιορισμό του φορολογητέου κέρδους. Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο του δανεισμού μιας εταιρείας, και επομένως το ποσό των τόκων που καταβάλλει, τόσο χαμηλότερο είναι το φορολογητέο της κέρδος. Για τον λόγο αυτό, το χρέος αποτελεί συχνά πιο φορολογικά αποδοτική μορφή χρηματοδότησης από τα ίδια κεφάλαια.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι κανόνες υποκεφαλαιοδότησης καθορίζουν το ποιο μέρος των τόκων που καταβάλλονται για εταιρικό δανεισμό μπορεί να εκπέσει για φορολογικούς σκοπούς. Οι κανόνες αυτοί ενδιαφέρουν κυρίως εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων, οι οποίες χρησιμοποιούν σημαντικά ποσά δανεισμού για τη χρηματοδότηση εξαγορών μέσω μόχλευσης.

Για τον λόγο αυτό, οι φορολογικές αρχές των χωρών συνήθως θεσπίζουν κανόνες που θέτουν όριο στο ποσό των τόκων που μπορούν να εκπέσουν κατά τον υπολογισμό του φορολογητέου κέρδους μιας εταιρείας. Οι κανόνες αυτοί αποσκοπούν στην αποτροπή της μεταφοράς κερδών μέσω υπερβολικού δανεισμού και στην προστασία της φορολογικής βάσης κάθε χώρας.

Οι κανόνες υποκεφαλαιοδότησης εφαρμόζονται συνήθως με έναν από τους δύο ακόλουθους τρόπους:
α) Καθορισμός ενός μέγιστου ποσού χρέους επί του οποίου οι πληρωμές τόκων μπορούν να εκπέσουν φορολογικά.
β) Καθορισμός ενός μέγιστου ποσού τόκων που μπορεί να εκπέσει βάσει του λόγου των τόκων (καταβεβλημένων ή οφειλόμενων) προς μια άλλη μεταβλητή.

Οι κανόνες υποκεφαλαιοδότησης συνήθως λειτουργούν περιορίζοντας, για σκοπούς υπολογισμού του φορολογητέου κέρδους, το ύψος του χρέους που μπορεί να δημιουργεί εκπεστέες δαπάνες τόκων. Οι τόκοι που αφορούν ποσά χρέους πέραν αυτού του ορίου δεν εκπίπτουν φορολογικά.

Κάθε χώρα εφαρμόζει διαφορετικές μεθόδους για τον καθορισμό του μέγιστου ποσού χρέους που μπορεί να αυξήσει τις εκπεστέες δαπάνες τόκων. Ωστόσο, γενικά υπάρχουν δύο προσεγγίσεις: η προσέγγιση της αρχής των ίσων αποστάσεων (arm’s length approach) και η προσέγγιση του λόγου (ratio approach).

i. Προσέγγιση της αρχής των ίσων αποστάσεων: Στην προσέγγιση αυτή, το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσό χρέους είναι εκείνο που ένας ανεξάρτητος δανειστής θα ήταν πρόθυμος να δανείσει στην εταιρεία. Η προσέγγιση αυτή λαμβάνει υπόψη τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της εταιρείας, προκειμένου να καθοριστεί η δανειοληπτική της ικανότητα.

ii. Προσέγγιση του λόγου: Στην προσέγγιση αυτή, το μέγιστο ποσό χρέους επί του οποίου οι τόκοι μπορούν να εκπέσουν φορολογικά καθορίζεται από έναν προκαθορισμένο λόγο, όπως ο λόγος χρέους προς ίδια κεφάλαια. Οι λόγοι που χρησιμοποιούνται ενδέχεται να αντικατοπτρίζουν ή να μην αντικατοπτρίζουν την αρχή των ίσων αποστάσεων.

Επιπλέον, πολλές χώρες χρησιμοποιούν μια παραλλαγή της προσέγγισης του λόγου, η οποία βασίζεται στο ύψος των τόκων που καταβάλλονται ή οφείλονται σε σχέση με το εισόδημα από το οποίο καταβάλλονται οι τόκοι. Η μέθοδος αυτή είναι γνωστή και ως μέθοδος «περιορισμού τόκων επί των κερδών» (earnings stripping approach). Ο σχετικός λόγος μπορεί, για παράδειγμα, να βασίζεται στον λόγο των τόκων προς τα λειτουργικά κέρδη ή σε κάποιο μέτρο ταμειακών ροών, όπως ο λόγος τόκων προς EBITDA.

Για περισσότερες πληροφορίες ή/και συμβουλές, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας στο [email protected]

Related articles