Εφαρμογή των μέτρων ATAD στην κυπριακή νομοθεσία

Στις 25 Απριλίου 2019, η Κύπρος εφάρμοσε τις διατάξεις της Οδηγίας της ΕΕ για την Καταπολέμηση της Φοροαποφυγής – ATAD (EU 2016/1164) και ενσωμάτωσε τρία μέτρα της Οδηγίας ATAD στην κυπριακή νομοθεσία (εφεξής – ο Νόμος). Τα ενσωματωμένα μέτρα περιλαμβάνουν: τον Γενικό Κανόνα κατά της Κατάχρησης (GAAR), που αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της επιθετικής φορολογικής σχεδίασης όταν άλλοι κανόνες δεν εφαρμόζονται· τον Κανόνα Περιορισμού των Τόκων (Interest Limitation Rule), που αποτρέπει τεχνητές δανειακές ρυθμίσεις σχεδιασμένες για τη μείωση των φόρων· καθώς και τον Κανόνα Ελεγχόμενων Αλλοδαπών Εταιρειών (CFC Rule), που αποσκοπεί στην αποτροπή μεταφοράς κερδών σε χώρες με χαμηλή ή μηδενική φορολογία.

Οι ανωτέρω διατάξεις του Νόμου ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2019, ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις της ATAD (Κανόνας Φορολόγησης Κατά την Έξοδο και Κανόνας Μετατροπής) θα ενσωματωθούν σταδιακά, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα της Οδηγίας.

Οι ενσωματωμένοι κανόνες εφαρμόζονται τόσο σε κυπριακές φορολογικές κατοίκους εταιρείες όσο και σε μη κυπριακές εταιρείες που διατηρούν μόνιμη εγκατάσταση στην Κύπρο.

Γενικός Κανόνας κατά της Κατάχρησης

Σύμφωνα με τον Γενικό Κανόνα κατά της Κατάχρησης, όπως αυτός ενσωματώθηκε στην κυπριακή φορολογική νομοθεσία, για σκοπούς υπολογισμού της εταιρικής φορολογικής υποχρέωσης, η Κύπρος δύναται να αγνοήσει οποιαδήποτε ρύθμιση ή σειρά ρυθμίσεων που έχουν τεθεί σε εφαρμογή με κύριο ή έναν από τους κύριους σκοπούς την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος το οποίο αντιβαίνει στον σκοπό της σχετικής φορολογικής νομοθεσίας και οι οποίες δεν θεωρούνται γνήσιες, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστάσεις.

Κανόνας Περιορισμού των Τόκων

Όπως απαιτείται από την Οδηγία, τα υπερβαίνοντα κόστη δανεισμού εκπίπτουν στη φορολογική περίοδο κατά την οποία προκύπτουν μόνο μέχρι το 30% των κερδών του φορολογουμένου πριν από τόκους, φόρους, αποσβέσεις και απομειώσεις (EBITDA), προσαρμοσμένων σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες. Ωστόσο, οι νέοι κανόνες προβλέπουν ότι υπερβαίνοντα κόστη δανεισμού έως €3 εκατομμύρια ανά φορολογικό έτος εξαιρούνται του περιορισμού (εξαίρεση de minimis).

Ο ορισμός των «υπερβαίνοντων εξόδων δανεισμού» ακολουθεί τον ορισμό της Οδηγίας και σημαίνει το ποσό κατά το οποίο τα εκπεστέα έξοδα δανεισμού υπερβαίνουν τα φορολογητέα έσοδα από τόκους και άλλα ισοδύναμα φορολογητέα έσοδα που λαμβάνει ο φορολογούμενος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

Επιπλέον, οι νομικές διατάξεις περιλαμβάνουν εξαιρέσεις για αυτόνομες οντότητες και χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εξαίρεση για δάνεια που έχουν συναφθεί πριν από τις 17 Ιουνίου 2016 και εξαίρεση για έργα μακροπρόθεσμης υποδομής που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Τα έσοδα από τέτοια έργα εξαιρούνται επίσης από τον ορισμό του προσαρμοσμένου φορολογητέου EBITDA.

Σύμφωνα με τον Κανόνα Περιορισμού των Τόκων, όπως ενσωματώθηκε στον Νόμο περί Φορολογίας Εισοδήματος, αν μια εταιρεία είναι μέλος ενοποιημένου ομίλου για σκοπούς χρηματοοικονομικής λογιστικής, μπορεί να εκπέσει πλήρως τα υπερβαίνοντα κόστη δανεισμού, εφόσον αποδείξει ότι ο λόγος ιδίων κεφαλαίων προς συνολικά περιουσιακά στοιχεία είναι ίσος ή υψηλότερος από τον αντίστοιχο λόγο του ενοποιημένου ομίλου, υπό τις εξής προϋποθέσεις:

(i) Ο λόγος ιδίων κεφαλαίων προς συνολικά περιουσιακά στοιχεία θεωρείται ίσος με τον λόγο του ομίλου αν είναι χαμηλότερος έως δύο ποσοστιαίες μονάδες (2%).
(ii) Όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις αποτιμώνται με τον ίδιο τρόπο όπως στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με αποδεκτά λογιστικά πρότυπα.

Οι φορολογούμενοι μπορούν να μεταφέρουν προς συμψηφισμό οποιαδήποτε υπερβαίνοντα κόστη δανεισμού των οποίων η έκπτωση περιορίζεται λόγω των νέων κανόνων (δηλαδή το ποσό που υπερβαίνει το 30% του προσαρμοσμένου EBITDA), καθώς και οποιαδήποτε αχρησιμοποίητη ικανότητα έκπτωσης τόκων για έως πέντε χρόνια. Ωστόσο, το μη χρησιμοποιηθέν ποσό της εξαίρεσης των €3 εκατομμυρίων δεν μεταφέρεται.

Κανόνας Ελεγχόμενων Αλλοδαπών Εταιρειών (CFC)

Ο ορισμός της Ελεγχόμενης Αλλοδαπής Εταιρείας (CFC) ακολουθεί τη διατύπωση της Οδηγίας. Σύμφωνα με τον Νόμο, μια μη κυπριακή φορολογική κάτοικος εταιρεία ή μια αλλοδαπή μόνιμη εγκατάσταση κυπριακής εταιρείας, της οποίας τα κέρδη δεν υπόκεινται ή απαλλάσσονται από φόρο στην Κύπρο, θεωρείται CFC όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Στην περίπτωση οντότητας, η κυπριακή εταιρεία φορολογούμενος είτε μεμονωμένα είτε από κοινού με συνδεδεμένες οντότητες κατέχει άμεσα ή έμμεσα ποσοστό συμμετοχής άνω του 50% των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου ή δικαιούται να λάβει πάνω από το 50% των κερδών της οντότητας.
(ii) Ο φόρος εταιρικού εισοδήματος (CIT) που καταβάλλεται από την αλλοδαπή οντότητα ή τη μόνιμη εγκατάσταση είναι μικρότερος από το 50% του φόρου που θα ήταν πληρωτέος αν ήταν φορολογική κάτοικος Κύπρου.

Εξαίρεση de minimis

Σύμφωνα με την επιλογή που παρέχει η Οδηγία, ο Νόμος προβλέπει ότι δεν γίνεται ένταξη στο καθεστώς CFC οποιουδήποτε μη διανεμηθέντος εισοδήματος CFC, εάν η CFC έχει είτε:

i) λογιστικά κέρδη που δεν υπερβαίνουν τις €750.000 και μη εμπορικά έσοδα που δεν υπερβαίνουν τις €75.000· ή
ii) λογιστικά κέρδη που δεν υπερβαίνουν το 10% των λειτουργικών δαπανών για το φορολογικό έτος.

Όταν μια οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση θεωρείται ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρεία, το μη διανεμηθέν εισόδημα μπορεί να συμπεριληφθεί στη φορολογική βάση της κυπριακής μητρικής ή της κυπριακής έδρας, εάν το εισόδημα αυτό προκύπτει από μη γνήσιες ρυθμίσεις που έχουν τεθεί σε εφαρμογή με βασικό σκοπό την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος σύμφωνα με τον Νόμο περί Φορολογίας Εισοδήματος.

Διευκρινίζεται ότι ως μη διανεμηθέν εισόδημα νοείται το εισόδημα που δεν έχει διανεμηθεί εντός του έτους ή εντός περιόδου επτά (7) μηνών μετά τη λήξη του έτους.

Related articles