Ξέπλυμα χρήματος στην Κύπρο

Η καταπολέμηση του εγκλήματος απαιτεί να αποτρέπεται η νομιμοποίηση των εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες μέσω της διαδικασίας του «ξεπλύματος χρήματος ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας». Πρόκειται για μια διαδικασία που μπορεί να εμπλέκει πολλά πρόσωπα πέρα από τους πιο προφανείς στόχους, όπως είναι οι τράπεζες και τα άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Επαγγελματίες όπως οι λογιστές και οι δικηγόροι διατρέχουν κίνδυνο, καθώς οι υπηρεσίες τους μπορεί να είναι χρήσιμες για έναν επιτυχημένο δράστη ξεπλύματος ή χρηματοδότησης τρομοκρατίας. Ωστόσο, ο δράστης αυτών των πράξεων επιδιώκει συχνά να εμπλέξει και άλλα, συχνά ανυποψίαστα, άτομα, όπως:

  • χρηματιστές και εταιρείες κινητών αξιών,
  • ασφαλιστικές εταιρείες και ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές,
  • χρηματοοικονομικούς μεσολαβητές,
  • εκτιμητές και μεσίτες ακινήτων,
  • άτομα που εμπλέκονται σε δραστηριότητες τυχερών παιχνιδιών,
  • πράκτορες σύστασης εταιρειών,
  • εμπόρους πολύτιμων μετάλλων και ράβδων,
  • εμπόρους αντικων, αυτοκινήτων και άλλων εμπορευμάτων και ειδών πολυτελείας,
  • δικηγόρους.

Τον Μάιο του 1996 θεσπίστηκε στην Κύπρο η εσωτερική νομοθεσία με τίτλο «Νόμος περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες» (Νόμος 61(I)/96), η οποία υιοθετήθηκε σύμφωνα με διάφορες διεθνείς συμβάσεις.


Ο πιο πάνω νόμος τροποποιήθηκε το 1995, 1998, 1999, 2000, 2003 και 2004 ώστε να περιλάβει περαιτέρω διεθνή μέτρα ή να βελτιώσει τα ήδη υφιστάμενα. Το 2007 ο νόμος αντικαταστάθηκε από τον «Νόμο περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες του 2007» (Νόμος 188(I)/2007), ο οποίος τροποποίησε και ενοποίησε τους προηγούμενους νόμους. Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε περαιτέρω το 2010 με τον Νόμο 58(I)/2010 και το 2012 με τον Νόμο 80(I)/2012, που ενσωματώνει τις διατάξεις της Τρίτης Οδηγίας για την Καταπολέμηση του Ξεπλύματος Χρήματος (2005/60/ΕΚ) και ρυθμίζει τις δραστηριότητες και τις υπηρεσίες διαφόρων επαγγελματιών, οι οποίοι, λόγω της φύσης των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, βρίσκονται σε προνομιούχα θέση να συνδράμουν στη νομιμοποίηση εσόδων.

Εάν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν συμμορφωθεί με τις συγκεκριμένες απαιτήσεις του Νόμου, υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο έως 200.000 ευρώ και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, σε πρόσθετο διοικητικό πρόστιμο έως 1.000 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης.

Ο βασικός σκοπός του Νόμου είναι να καθορίσει και να ποινικοποιήσει τη νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονται από σοβαρά ποινικά αδικήματα, να προλάβει και να καταστείλει το ξέπλυμα χρήματος, καθώς και να προβλέψει τη διαδικασία εντοπισμού, δέσμευσης και δήμευσης περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από τέτοιες δραστηριότητες.

Είναι ζωτικής σημασίας σήμερα, όταν το ξέπλυμα χρήματος αποτελεί μάστιγα που πλήττει τον χρηματοοικονομικό τομέα πολλών χωρών, να τηρούνται οι κατάλληλες διαδικασίες που προβλέπονται από τον Νόμο και αποσκοπούν στην αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου. Όλοι οι επαγγελματίες πρέπει να εξισορροπούν το καθήκον τους απέναντι στους πελάτες με το καθήκον τους απέναντι στον νόμο και τη διασφάλιση της παγκόσμιας οικονομίας και να αρνούνται να παρέχουν υπηρεσίες σε πελάτες που δεν είναι επαρκώς διαφανείς όσον αφορά το πρόσωπό τους ή τις δραστηριότητές τους. Όλοι οι επαγγελματίες οφείλουν να αρνούνται τη συνεργασία με τέτοιους πελάτες και/ή να τους αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές, όπου αυτό είναι σκόπιμο, συμβάλλοντας έτσι προς όφελος της κοινωνίας στο σύνολό της και όχι προς όφελος ορισμένων ατόμων ή οντοτήτων που εμπλέκονται σε παράνομες ή ύποπτες δραστηριότητες.

Για περισσότερες πληροφορίες και/ή συμβουλές, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας στο [email protected]

Related articles