Sep 4, 2014
Ξέπλυμα Βρώμικου Χρήματος στην Κύπρο
Η καταπολέμηση του εγκλήματος απαιτεί από τους εγκληματίες να μην νομιμοποιούν τα έσοδα από το έγκλημά τους μέσω της διαδικασίας “ξεπλύματος χρημάτων ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας”. Πρόκειται για μια διαδικασία που μπορεί να περιλαμβάνει πολλά άτομα εκτός των πιο προφανών στόχων που είναι οι τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι επαγγελματίες, όπως οι λογιστές και οι δικηγόροι, κινδυνεύουν επειδή οι υπηρεσίες τους θα μπορούσαν να έχουν αξία για τον επιτυχημένο ξέπλυμα χρημάτων ή τον χρηματοδότη της τρομοκρατίας. Όμως, όσοι νομιμοποιούν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες και οι χρηματοδότες την τρομοκρατίας προσπαθούν συχνά να εμπλέξουν πολλούς άλλους συχνά ανενόχλητους συνεργούς, όπως:
- χρηματιστές και επιχειρήσεις επενδύσεων,
- ασφαλιστικές εταιρείες και μεσίτες ασφαλειών.
- ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί φορείς,
- τοπογράφους και κτηματομεσίτες,
- πρόσωπα που εμπλέκονται σε δραστηριότητες τυχερών παιχνιδιών,
- πράκτορες σχηματισμού εταιρειών,
- εμπόρους πολύτιμων μετάλλων και ράβδους/χρυσό/μόλυβδο,
- αρχαιοπωλών, αντιπροσώπους αυτοκινήτων και άλλοι που πωλούν υψηλής αξίας εμπορεύματα και είδη πολυτελείας,
- δικηγόρους.
Τον Μάιο του 1996 ψηφίστηκε η εθνική νομοθεσία στην Κύπρο, δηλαδή ο νόμος περί της πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (61 (I) / 96), ο οποίος εγκρίθηκε σύμφωνα με διάφορες συμβάσεις.
Ο προαναφερθείς νόμος τροποποιήθηκε το 1995, το 1998, το 1999, το 2000, το 2003 και το 2004 για να συμπεριλάβει περαιτέρω διεθνή μέτρα ή για να βελτιώσει τα υφιστάμενα μέτρα που ελήφθησαν. Το 2007 ο Νόμος αντικαταστάθηκε από το Νόμο του 2007 (Νόμος 188 (Ι) / 2007, που τροποποιεί και εδραιώνει τους προηγούμενους Νόμους, το οποίο τροποποιήθηκε περαιτέρω το 2010 με το Νόμο 58 (Ι) / 2010 και περαιτέρω με το Νόμο περί Πρόληψης και Καταστολής της Νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (2005/60 / ΕΚ) και ρυθμίζει τις δραστηριότητες και τις υπηρεσίες πολλών επαγγελματιών οι οποίοι, λόγω των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, βρίσκονται σε προνομιακή θέση για να βοηθήσουν στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Σε περίπτωση που ένα πρόσωπο ή μια οντότητα δεν συμμορφώνεται με τις ειδικές απαιτήσεις του Νόμου τότε αυτό το πρόσωπο ή οντότητα υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο μέχρι €200.000 και στην περίπτωση που το αδίκημα συνεχίζεται, σε διοικητικό πρόστιμο μέχρι €1.000 για κάθε ημέρα που η μη συμμόρφωση συνεχίζεται.
Στη συνέχεια, ο βασικός σκοπός του νόμου είναι ο καθορισμός και η ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων που προέρχονται από όλα τα σοβαρά ποινικά αδικήματα, η πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, καθώς και ο εντοπισμός, η δέσμευση και η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που παράγονται από δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Είναι ζωτικής σημασίας στις μέρες μας, όταν η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αποτελεί μάστιγα για τον χρηματοπιστωτικό τομέα των διαφόρων χωρών, να τηρηθούν οι κατάλληλες διαδικασίες που προβλέπονται από το Νόμο και οι οποίες αποσκοπούν στην καταπολέμηση αυτού του φαινομένου. Όλοι οι επαγγελματίες θα πρέπει να εξισορροπήσουν το καθήκον τους προς τους πελάτες και το καθήκον τους βάσει του νόμου και προς τη διατήρηση της παγκόσμιας οικονομίας και να αρνηθούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε πελάτες που δεν είναι επαρκώς διαφανείς ως προς το πρόσωπο ή την επιχείρησή τους. Όλοι οι επαγγελματίες θα πρέπει να αρνούνται να ασχοληθούν με αυτούς τους πελάτες και/ή να τους αναφέρουν, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο,, ωφελώντας έτσι την κοινωνία στο σύνολό της και όχι λίγα άτομα/οντότητες που ασκούν παράνομες ή ύποπτες ενέργειες.
Για περισσότερες πληροφορίες ή/και συμβουλές, επικοινωνήστε μαζί μας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διεύθυνση [email protected]